Kostas Kariotakis

Kostas KariotakisΚώστας Καρυωτάκης


Vai a → pagina iniziale          Poeta precedente → Maria Poliduri          Prossimo Poeta → Kostas Uranis



Nato a Tripolis (Peloponneso) nel 1896, visse ad Atene fino al suo trasferimento a Prevesa, dovuto ad una vendetta dei suoi superiori nell’Amministrazione. Lì si uccise, nel 1928.

 

Opere principali:

  • Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, 1919
  • Νηπενθή, 1921
  • Ελεγεία και Σάτιρες, 1927
  • Άπαντα, [con premessa di Ch. Sakelariadis], 1928

 

Poesie scelte

SUICIDI IDEALI

Girano la chiave della porta, prendono
le vecchie, custodite lettere,
leggono tranquillamente, e poi trascinano
per ultima volta i loro passi.

La vita loro era, dicono, una tragedia.
Dio mio, che orrenda la risata degli uomini,
le lacrime, il sudore, la nostalgia
dei cieli, la desolazione dei luoghi.

Fermi alla finestra, guardano
gli alberi, i ragazzini, più lontano la natura,
i marmorari che scalpellano,
il sole che per sempre tramonterà.

È finita. Ecco il biglietto,
breve, semplice, profondo, adatto al caso,
pieno d’indifferenza e perdono
per chi lo leggerà piangendo.

Guardano nello specchio, poi l’orologio,
si domandano se è una follia o forse uno sbaglio.
«E adesso, bisbigliano, è finita »,
sicuri in fondo che rimanderanno.

Ιδανικοί αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος..

 

PREVESA

Morte è la cornacchia che batte
contro gli oscuri muri e le tegole,
morte le donne che fanno all’amore
come. sbucciassero cipolle… .

Morte le luride, insignificanti strade
dagli splendidi grandi nomi;
l’uliveto, tutt’intorno il mare, e persino
il sole, morte tra tutte le morti.

Morte lo sbirro che si piega
per soppesare la «scarsa» porzione,
morte i giacinti ai balconi
e il maestro con il giornale in mano.

Corpo di guardie, commissariato di polizia, Prévesa.
Domenica ascolteremo la banda municipale.
Ho preso un libretto di banca,
primo deposito dracme trenta.

Camminando lentamente lungo la banchina,
«Esisto » ti domandi, e poi « non esisti! »
Approda la nave… La bandiera è in asta.
Forse è in arrivo il signor prefetto.

Se almeno tra tutta questa gente
qualcuno morisse per disgusto,
silenziosi, tristi, con modi gravi,
ci divertiremmo tutti ai funerali.

Πρέβεζα

Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος κι ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στήν προκυμαία,
“υπάρχω;” λες, κι ύστερα: “δεν υπάρχεις!”
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης

Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θά διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

 

Impiegati statali

Gli impiegati tutti si consumano e s’esauriscono,
come pile accoppiate, negli uffici,
(Elettricisti devono essere lo Stato
e la morte, che li rinnovano).

Seduti sulla seggiola, scarabocchiano
innocenti fogli bianchi, senza ragione.
“Con la presente lettera
abbiamo l’onore…”  confermano.

E soltanto l’onore resta loro,
quando prendono la strada in salita
alle otto di sera, come automa.

Comprano marroni, meditano sulle leggi,
pensano alla valuta, scrollano
le spalle i poveri impiegati.

Δημόσιοι υπάλληλοι

Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
Ηλεκτρολόγοι θα ‘ναι η πολιτεία
κι ο θάνατος που τους ανανεώνουν.

Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία.
“Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν…” διαβεβαιώνουν.

Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.

Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι…