Costantino Kavafis

Costantino KavafisΚωνσταντίνος Καβάφης


Vai a → Pagina iniziale          Poeta precedente→ Kostas Uranis          Prossimo Poeta→ Ghiannis Ritsos



Nacque ad Alessandria d’Egitto da una famiglia di commercianti fanarioti nel 1863 e ivi morì nel 1933. Trascorse alcuni anni in Inghilterra (dal 1872 al 1878), indi un triennio a Costantinopoli, ma passò il resto della vita nella sua città natale, dove fu impiegato al Ministero dell’Irrigazione dal 1892 al 1922.

Uomo poliglotta, schivo, omosessuale, iniziò a scrivere versi in giovane età, ma per tutta la sua vita pubblicò poco e per lo più in fogli volanti o su opuscoli di scarsa diffusione.

Il corpus delle sue poesie consiste in 154 componimenti editi in volume solo dopo la sua morte. A tali componimenti, riconosciuti da Kavafis, occorre aggiungere alcune poesie giovanili apparse in riviste (le cosiddette “rifiutate”) ed altre rimaste inedite per sua volontà.

 

Poesie scelte

 

UN VECCHIO

Nel fondo del caffè chiassoso
curvo sul tavolino siede un vecchio,
con un giornale davanti a sé, senza compagno.

E nell’avvilimento della squallida vecchiaia
pensa quanto poco ha goduto durante gli anni
in cui ebbe vigore, e parola, e bellezza.

Sa ch’è invecchiato assai; lo sente, lo vede.
Eppure il tempo in cui era giovane gli pare come ieri.
Che breve intervallo, che breve intervallo.

E riflette quando la Ragione lo ingannava
e come le dava sempre ascolto — che pazzia! —
quand’essa mentiva e diceva: «Domani. Hai molto tempo.»

Ricorda slanci repressi e tanta gioia sacrificata.
La sua stolta prudenza ora è beffata
da ogni perduta occasione.

…Ma a forza di ragionare e ricordare
il vecchio è assopito. S’addormenta
appoggiandosi al tavolino del caffè.

Ένας Γέρος

Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.

Και μες των άθλιων γηρατειών την καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.

Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.

Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα —τι τρέλλα!—
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό.»

Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.

… Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.

 

LE MURA

Senza scrupolo, senza pietà, senza pudore
grandi e alte mura intorno a me hanno elevato.

Ed ora siedo qui e mi dispero.
Ad altro non penso: questa sorte mi rode il cervello;

chè molte cose- da fare avevo fuori.
Come mai non ho badato ‘quando costruivano le mura?

Ma d’altronde mai intesi rumore o voce di muratori.
Inavvertitamente fuori del mondo mi hanno chiuso.

Τείχη

Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ’ υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Aνεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμον έξω.

 

ASPETTANDO I BARBARI

Cosa aspettiamo nella piazzà riuniti?

Oggi i barbari devono arrivare.

Perché nel Senato tanta inerzia?
Ché siedono i Senatori senza far leggi?

I barbari arrivano oggi.
Quali leggi hanno da fare ormai i Senatori?
Quando verranno i barbari le faranno.

Perché l’imperatore s’è alzato all’alba
e siede alla porta maggiore della città
sul trono, in alta tenuta, incoronato

I barbari arrivano oggi
e l’imperatore aspetta per accogliere
il loro capo. Ed anzi ha preparato per lui
una pergamena, In essa ha fatto scrivere
molti titoli e onori.

Perché i nostri due consoli e i pretori
sono usciti in toga rossa ricamata;
perché hanno infilato armille tempestate di ametiste
e anelli con rilucenti splendidi smeraldi;
perché tengono oggi bastoni preziosi
con argento e oro ad arte cesellato?

I barbari arrivano oggi
e simili cose abbagliano i barbari.

Perché i bravi oratori non vengono come sempre
a declamare i discorsi e dire la parte?

I barbari arrivano oggi
e hanno in noia l’eloquenza e le arringhe.

Perché d’un tratto questo smarrimento
e confusione? (I volti come si son fatti gravi).
Perché in fretta si vuotano strade e piazze,
e tutti ritornano a casa preoccupati?

S’è fatta notte e i barbari non son venuti.
Gente è arrivata dai confini
a dire che barbari non ce ne sono più.

E ora che ne sarà di noi senza i barbari?
Questa gente dopo tutto era una soluzione

.

Περιμένοντας τους Bαρβάρους

– Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;

Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

– Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

– Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

– Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

– Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

– Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

 

Itaca

Quando ti metterai in viaggio per Itaca
devi augurarti che sia lungo il cammino,
pieno d’avventure, pieno di esperienze.

I Lestrigoni e i Ciclopi,
l’irato Nettuno non temere,
con gente simile sulla tua strada non t’imbatterai
se il tuo pensiero alto rimane
se una eletta commozione ti tocca lo spirito e il corpo.

I Lestrigoni e i Ciclopi
il malvagio Nettuno non incontrerai
se non li porti nell’anima
se la tua anima non li desta a te avanti.

Devi augurarti che il cammino sia lungo, —
e numerosi i mattini estivi in cui
con gioia e soddisfazione i
entrerai in porti mai prima visti,
Fermati a emporî di Fenici e compra oggetti belli,
madreperle e coralli, ebani e ambre,
e profumi voluttuosi d’ogni sorta,
quanto più puoi profumi voluttuosi.
Va in molte città d’Egitto
per imparare assai dagli studiosi.

Sempre nella tua mente Itaca tieni.

Il tuo approdo lì è la tua destinazione.
Ma non affrettare per nulla il viaggio,
Meglio se lunghi anni esso dura.
E vecchio ormai arenati all’isola
ricco di quanto avrai guadagnato in viaggio
È senza aspettarti ricchezze da Itaca.

Itaca il bel viaggio ti ha concesso.
Senza di lei non ti saresti avviato.
Più altra cosa non ha da darti.

E se povera la troverai, Itaca non t’ha deluso.
Tanto sapiente quale sei ora, con tanta esperienza,
ormai comprendi cosa Itaca vuol dire.

Ιθάκη

Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.

Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδῶνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.

Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος.

Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωινὰ νὰ εἶναι
ποῦ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους.
Νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.
Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.

Πάντα στὸ νοῦ σου νά ῾χεις τὴν Ἰθάκη.

Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζεις τὸ ταξίδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξεις στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσει ἡ Ἰθάκη.

Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θά ῾βγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.

Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρεῖς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πεῖρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες οἱ Ἰθάκες τὶ σημαίνουν.